- κτίννυμι
- κτίννῡμι , κτείνωkill: pres ind act 1st sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κτίννυμι — κτίννῡμι , κτείνω kill pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… … Dictionary of Greek